- περιέλιξη
- [-ις (-εως)] η обматывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιέλιξη — η / περιέλιξις, ίξεως, ΝΜΑ [περιελίσσω] περιτύλιξη, τύλιγμα γύρω από κάτι νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ.) χαρακτηρισμός τού τρόπου με τον οποίο ένας αγωγός περιτυλίσσεται για τη διαμόρφωση σπείρας 2. ναυτ. η εργασία κατά την οποία χοντρό σχοινί τυλίγεται… … Dictionary of Greek
δίμιτη περιέλιξη — Πηνίο που δημιουργείται αν περιτυλίξουμε έναν συρμάτινο αγωγό με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε σημείο του πηνίου να υπάρχουν δύο αγωγοί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους οποίους διαρρέουν δύο αντίθετα ρεύματα. Η δ.π. δεν παρουσιάζει αυτεπαγωγή,… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
διφασικός — ή, ό 1. αυτός που έχει δύο φάσεις 2. φρ. διφασικό σύστημα δύο ρευμάτων ή δύο τάσεων εναλλασσόμενων, τής ίδιας συχνότητας και τού ίδιου πλάτους 3. «διφασική περιέλιξη» περιέλιξη διαμορφωμένη κατάλληλα για την παραγωγή διφασικών ρευμάτων … Dictionary of Greek
τύλιγμα — το, ΝΑ [τυλίσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυλίγω, περιέλιξη, περιτύλιξη 2. (ηλεκτρολ.) αγωγός περιτυλιγμένος γύρω από τύμπανο ή από πυρήνα, ο οποίος όταν διαρρέεται από ρεύμα παράγει έντονο μαγνητικό πεδίο, περιέλιξη … Dictionary of Greek
δίμιτος — η, ο (Μ δίμιτος, ον) 1. (για ύφασμα) αυτό που υφαίνεται με δύο μίτους, κλωστές 2. φρ. «δίμιτη περιέλιξη», «δίμιτη συνδεσμολογία» διάταξη με δύο μεμονωμένα, παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από διαφορετικό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μίτος… … Dictionary of Greek
δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… … Dictionary of Greek
ελιξίβλαστος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστούς οι οποίοι αναρριχώνται σε ξένα ερείσματα (δέντρα, τοίχους κ.λπ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελιξίβλαστα φυτά με εύκαμπτους και επιμήκεις βλαστούς για περιέλιξη σε άλλα φυτά ή σε υποστηρίγματα … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek
κατείλησις — κατείλησις, ἡ (Α) [κατειλώ] 1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση 2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή … Dictionary of Greek